μεσεγκεφαλικός

μεσεγκεφαλικός
-ή, -ό
(βιολ.-ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσεγκέφαλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”